Η ΙΕΡΗ ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΑΣ:
ΑΠΟ ΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΑΣ ΚΑΒΑΚΛΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Το σύνολο των δραστηριοποιήσεων (εξασφάλιση έκτασης, οικοδόμηση ναϋδρίου) και η δημιουργία κεντρικού φορέα ( Ίδρυμα «Η ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΔΑ») είχαν ως κύριο κίνητρο και βασικό μέλημα την ιερή εικόνα της Αγίας Τριάδας, το πώς δηλαδή θα δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις να βρει το Ιερό Σύμβολο όλων των προσφύγων από την περιοχή της Α. Ρωμυλίας τη θέση που του ταιριάζει. Και, τελευταία, με τις εντατικές ενέργειες του Διοικητικού Συμβουλίου του Ιδρύματος και τη δημοσίευση των πρώτων στοιχείων του υπό ανέγερση ναού φαίνεται ότι βαίνουμε σε τελική αίσια έκβαση του ζητήματος αυτού. Δεν είναι άκαιρο, επομένως , να εκθέσουμε με συντομία το ενδιαφέρον ιστορικό της μεταφοράς της ιερής εικόνας μας την 9η Δεκεμβρίου του 1990 από το ομώνυμο Μοναστήρι του Καβακλί (σημερ. Τοπόλοβγκραντ) στην Ελλάδα, για να μη θεωρείται – κυρίως από τους νεότερους, αλλά όχι μόνο – φυσική ή εύκολη η παρουσία της εικόνας εδώ.
Η τιμητική αυτή πρωτοβουλία ξεκίνησε από μέλη του Δ.Σ. του Συνδέσμου Ανατολικορωμυλιωτών Νομού Θεσσαλονίκης, ο οποίος υπήρξε η εξελικτική διεύρυνση του προϋπάρξαντος Συλλόγου Καβακλιωτών Θεσσαλονίκης (1986). Η διεύρυνση και η μετονομασία του νέου σωματείου συνοδεύτηκε, με την ένταξη και συσπείρωση νέων μελών,από μαζικότητα και έντονη δραστηριοποίηση.Ένας από τους βασικούς στόχους θεωρήθηκε μια ομαδική μετάβαση και προσκύνημα στα χώματα των πατρογονικών εστιών.Η πρωτοφανής σε όγκο και συμμετοχή συνάντηση Ανατολικορωμυλιωτών στη Θεσαλονίκη τον Δεκέμβριο του 1987, με πρωτοβουλία του τότε νεοεκλεγέντος Διοικητικού Συμβουλίου του Συνδέσμου, ουσιαστικά επέβαλε τότε τη λήψη γρήγορων και συγκεκριμένων αποφάσεων και την παράλληλη ανάληψη πρωτοβουλιών, για να εξασφαλιστούν πρώτα απ’ όλα οι διακρατικές διευκολύνσεις ενός τέτοιου – δύσκολου λόγω κυρίως της αυξημένης συμμετοχής – εγχειρήματος. Οι ενέργειες, στις οποίες πρωτοστατούσε ο τ. Πρόεδρος Γιάννης Παπαϊωάννου, αποδείχτηκε ότι δεν ήταν διόλου εύκολες.
Μετά την υπέρβαση όλων των δυσκολιών πραγματοποιήθηκε η πρώτη ομαδική προσκυνηματική μετάβαση στα αλησμόνητα χώματα. Μετά από τον πρώτο σταθμό στη Φιλιππούπολη (Plovdiv) και την αποθαρρυντική ή – έστω –όχι θερμή υποδοχή των αρχών, γιατί δεν έλειπε η σχετική καχυποψία, η ομάδα των εκδρομέων-προσκυνητών έφτασε στο Καβακλί. Εδώ η θερμή υποδοχή τοπικών αρχών και λαού έκανε να ξεχαστεί αμέσως η προηγούμενη βραδιά και την εκατέρωθεν διστακτικότητα να αντικαταστήσει η συναδέλφωση και οι εκδηλώσεις θερμής υποδοχής. Η βραδιά έκλεισε πανηγυρικά με κοινούς χορούς και γλέντι. Την επόμενη μέρα ακολούθησε προσκυνηματική επίσκεψη στο μοναστήρι της Αγίας Τριάδας μέσα σε κλίμα φόρτισης και έντονης συγκίνησης. Εύκολα μπορεί ο καθένας να φανταστεί τα δάκρυα συγκίνησης, ιδίως των ηλικιωμένων που επέστρεφαν μετά από χρόνια στα μέρη που άφησαν παιδιά ή νέοι. Η εκδρομή-προσκύνημα ολοκληρώθηκε με την επίσκεψη στα γύρω χωριά, όπου και το υπόλοιπο μέρος των εκδρομέων είχαν την ευκαιρία, μέσα σε ανάλογο κλίμα νοσταλγίας και συγκίνησης, να επισκεφθούν τα σπίτια που είχαν αφήσει οι ίδιοι ή οι γονείς τους. Κατά την επιστροφή στην Ελλάδα οι εκδρομείς διακατέχονταν ακόμα από έντονη συναισθηματική φόρτιση και κουβαλούσαν μαζί τους νωπές ακόμα τις μνήμες από τις στιγμές που έζησαν. Οι ζωηρές εντυπώσεις και η θετική αποτίμηση του ταξιδιού και ο ανατολικορωμυλιώτικος ενθουσιασμός ζύμωναν ιδέες και προτάσεις για επανάληψη ή συνέχιση ή καθιέρωση και άλλων τέτοιων ταξιδιών ή πρωτοβουλιών στο μέλλον. Και παράλληλα με όλα αυτά μια αδιαμόρφωτη ακόμα και άρρητη ιδέα μεταφερόταν στην Ελλάδα.
Κατά το προσκύνημα στο μοναστήρι της Αγίας Τριάδας, ένας από τους πρωτεργάτες της πραγματοποίησης της εκδρομής και συνοδός της, ο Πασχάλης Δρικούδης, κατά ευτυχή σύμπτωση, με αξιέπαινη παρατηρητικότητα εντόπισε την Ιερή Εικόνα που προσκυνούσαν οι πρόγονοί μας, όταν επισκέπτονταν τη Μονή κατά τον πανηγυρικό εορτασμό της, και την οποία οι Βούλγαροι είχαν αντικαταστήσει και είχαν βάλει στη θέση της μια νεότερη και ασημοκαλυμμένη εικόνα. Η ταυτότητα της Ιερής Εικόνας πιστοποιήθηκε και από τους γεροντότερους προσκυνητές.
Όπως ήταν λογικό, την ανακάλυψη ή, καλύτερα, την αποκάλυψη εκείνη ακολούθησε η ιδέα να μεταφερθεί η εικόνα στην Ελλάδα και να γίνει η γενεσιουργός αιτία δημιουργίας χώρου προσκυνήματος και ανταμώματος και ενοποιητικό στοιχείο όλων των, διασκορπισμένων σε όλη την Ελλάδα, προσφύγων από την περιοχή. Η ιδέα άρχισε να συζητιέται εξωθεσμικά στην αρχή και στη συνέχεια, με την προτροπή του τ. Προέδρου Γιάννη Παπαϊωάννου, που ήταν ένθερμος υποστηρικτής της, μεταφέρθηκε στο Δ.Σ. του Συνδέσμου. Ακολούθησε πλήθος ενεργειών, μεγαλύτερο μέρος από τις οποίες επωμίστηκε ο Πασχάλης Δρικούδης, ο οποίος πέραν όλων των άλλων αναγκάστηκε να μεταβεί πολλές φορές στη Βουλγαρία για τις εκεί απαραίτητες ενέργειες. Στην προσπάθειά του αυτή είχε όχι μόνο τη συμπαράσταση, αλλά και την ενεργό συμμετοχή του Μακαριστού Μητροπολίτη Εδέσσης κυρίου Χρυσοστόμου, ο οποίος ήρθε σε επαφή με τον αρμόδιο Μητροπολίτη Σλίβεν και ηγήθηκε, στη συνέχεια, αυτοπροσώπως μεγάλης ομάδας προσκυνητών, για να παραλάβει ο ίδιος την εικόνα μετά από συλλείτουργο των δύο Μητροπολιτών στον Ι.Ν. της Παναγίας του Καβακλί. Η μεταφορά της Ιερής Εικόνας άνοιγε νέες προοπτικές και μια σειρά υποχρεώσεων για το νέο Δ.Σ. του Συνδέσμου που προέκυψε από τις εκλογές του 1991. Πράγματι οι ενέργειες ήταν άμεσες και αποτελεσματικές. Μετά από πολλή αναζήτηση, και με τη βοήθεια του αοιδίμου Μητροπολίτη Χρυσοστόμου, βρέθηκε ο κατάλληλος χώρος στον οικισμό Λειβαδίτσα της Κοινότητας Ραχώνας του Νομού Πέλλας, κοντά στα Κουφάλια, έκτασης 25 περίπου στρεμμάτων. Η έκταση παραχωρήθηκε επίσημα, προς μεγάλη της τιμή, από την Κοινότητα Ραχώνας το 1991. Στη συνέχεια, κατασκευάστηκε μικρός ναός, μέσα στον οποίον εναποτέθηκε η εικόνα, ενώ το 1995 έγιναν επίσημα τα θυρανοίξια του προσκυνηματικού ναϋδρίου. Επιπλέον, στον περιβάλλοντα χώρο δημιουργήθηκαν κάποιες βασικές υποδομές υποδοχής, για να μπορεί ο χώρος να είναι λειτουργικός για τους προσκυνητές και τις εκδηλώσεις που θα φιλοξενούνταν εκεί.
Αφήστε μια απάντηση